Rum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Rum < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική روم (Rum)[1] < απώτατη αρχή: λατινική Roma
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Rum (en)
- (εθνικό όνομα) ο Ρωμιός, η Ρωμιά, Έλληνας/Ελληνίδα που έχει γεννηθεί στην Τουρκία (ή σε μια μουσουλμανική χώρα).
- ρωμαίικος, ελληνικός (δεν είναι επίθετο στην τουρκική γλώσσα)
- ↪ Rum lisesi - το ρωμαίικο λύκειο
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 994 - Redhouse, James W. (1890) A Turkish and English Lexicon. (Τουρκικό [οθωμανικό] και αγγλικό λεξικό) Κωνσταντινούπολη: A. H. Boyajian. (ανατύπωση).