Roma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Roma < λατινική Roma

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Roma (es) θηλυκό

  1. η Ρώμη, πρωτεύουσα της Ιταλίας

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Roma < λατινική Roma

Προφορά[επεξεργασία]

 

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Roma (it) θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. η Ρώμη, πρωτεύουσα της Ιταλίας



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Roma (la) θηλυκό

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Roma
-
γενική Romae
-
δοτική Romae
-
αιτιατική Romam
-
κλητική Roma
-
αφαιρετική Romā
-
(α' κλίση)



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Roma < λατινική Roma

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Roma (pt) θηλυκό

  1. η Ρώμη, πρωτεύουσα της Ιταλίας