TIR
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- TIR < Transports Internationaux Routiers
Προφορά
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]TIR (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό ακρωνύμιο
- Διεθνείς Οδικές Μεταφορές: τελωνειακό φορολογικό σύστημα σχεδιασμένο να διευκολύνει όσο το δυνατόν περισσότερο τη διακίνηση εμπορευμάτων στις διεθνείς οδικές μεταφορές