Thai

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
Thai Thais

Επίθετο[επεξεργασία]

Thai (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Thai (en)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Thai (en)

  1. (γλώσσα) ταϊλανδικά



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Thai < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Thai αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], φύλλο Miehet kaikki



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Thai < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Thai αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Louis Duchesne, Les noms de famille au Québec : aspects statistiques et distribution spatiale, Institut de la statistique du Québec, 2006, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [2]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Thai < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Thai αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Thai < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Thai αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [4]