Urgroßeltern
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | — | die | Urgroßeltern | |
γενική | — | der | Urgroßeltern | |
δοτική | — | den | Urgroßeltern | |
αιτιατική | — | die | Urgroßeltern |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Urgroßeltern < ur- (προ-) + Großeltern (παππούδες)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈuːɐ̯ɡʁoːsˌʔɛltɐn/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Urgroßeltern (de) μόνο στον πληθυντικό
- (οικογένεια) οι προπάπποι