Uroffenbarung

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Uroffenbarung die Uroffenbarungen
γενική der Uroffenbarung der Uroffenbarungen
δοτική der Uroffenbarung den Uroffenbarungen
αιτιατική die Uroffenbarung die Uroffenbarungen

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Uroffenbarung < ur- + Offenbarung

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Uroffenbarung (de) θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]