Verwicklung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Verwicklung | die | Verwicklungen |
γενική | der | Verwicklung | der | Verwicklungen |
δοτική | der | Verwicklung | den | Verwicklungen |
αιτιατική | die | Verwicklung | die | Verwicklungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Verwicklung (de) θηλυκό