Wettbewerb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Wettbewerb | die | Wettbewerbe |
γενική | des | Wettbewerbs Wettbewerbes |
der | Wettbewerbe |
δοτική | dem | Wettbewerb Wettbewerbe |
den | Wettbewerben |
αιτιατική | den | Wettbewerb | die | Wettbewerbe |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Wettbewerb (de) αρσενικό