acute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

acute (en)

  1. οξύς (μυτερός)
    acute angle - οξεία γωνία
     αντώνυμα: obtuse
  2. οξύς, ευαίσθητος
    acute vision - οξεία όραση
  3. οξύς (για ασθένειες)
    acute kidney failure - οξεία νεφρική ανεπάρκεια
     αντώνυμα: chronic
  4. επείγων
  5. σύντομος, γρήγορος, μικρής διάρκειας
  6. (για τονισμένο γράμμα) που παίρνει οξεία