acute
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
acute
(en)
οξύς
(μυτερός)
acute
angle
- οξεία γωνία
≠
αντώνυμα
:
obtuse
οξύς
, ευαίσθητος
acute
vision
- οξεία όραση
οξύς
(
για ασθένειες
)
acute
kidney failure
- οξεία νεφρική ανεπάρκεια
≠
αντώνυμα
:
chronic
επείγων
σύντομος
, γρήγορος, μικρής διάρκειας
(
για τονισμένο γράμμα
) που παίρνει
οξεία
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Επίθετα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
العربية
বাংলা
Català
Čeština
Cymraeg
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Galego
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Malagasy
മലയാളം
Монгол
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
پښتو
Português
Русский
संस्कृतम्
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文