agnus
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- agnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂egʷʰno-. Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ἀμνός.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]agnus αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agnus | agnī |
γενική | agnī | agnōrum |
δοτική | agnō | agnīs |
αιτιατική | agnum | agnōs |
κλητική | agne | agnī |
αφαιρετική | agnō | agnīs |