amaskomunikilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amaskomunikilo < amas(o) + komunik(i) + -il- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amaskomunikilo | amaskomunikiloj |
αιτιατική | amaskomunikilon | amaskomunikilojn |
amaskomunikilo (eo)
- (συνήθως στον πληθυντικό) ΜΜΕ, μέσο μαζικής επικοινωνίας