ancestral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ancestral (en)
- προγονικός, που αναφέρεται στους προγόνους
- πατρογονικός
- γενεαλογικός
- ancestral chart
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ancestral < ancestre < ancêtre
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ancestral | ancestraux |
θηλυκό | ancestrale | ancestrales |
ancestral (fr)
- πατρογονικός
- croyances ancestrales - πατρογονικές δοξασίες
- mœurs ancestrales - πατρογονικά ήθη
- (κατ' επέκταση) παμπάλαιος, πανάρχαιος
- coutumes ancestrales - πανάρχαια έθιμα