ancestral

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

ancestral (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ancestral < ancestre < ancêtre

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό ancestral ancestraux
θηλυκό ancestrale ancestrales

ancestral (fr)

  1. πατρογονικός
    croyances ancestrales - πατρογονικές δοξασίες
    mœurs ancestrales - πατρογονικά ήθη
  1. (κατ' επέκταση) παμπάλαιος, πανάρχαιος
    coutumes ancestrales - πανάρχαια έθιμα
     συνώνυμα: immémorial

Συγγενικά

[επεξεργασία]