artykulacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική artykulacja artykulacje
γενική artykulacji artykulacji(/artykulacyj)
δοτική artykulacji artykulacjom
αιτιατική artykulac artykulacje
οργανική artykulac artykulacjami
τοπική artykulacji artykulacjach
κλητική artykulacjo artykulacje

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

artykulacja (pl) θηλυκό