atteinte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
atteinte < atteindre

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.tɛ̃t/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
atteinte atteintes

atteinte (fr) θηλυκό

  1. η επίτευξη
    l'atteinte d'un objectif - η επίτευξη ενός στόχου/σκοπού
  2. η ζημία, η βλάβη, το πλήγμα
    atteinte à l'environnement - βλάβη στο περιβάλλον/περιβαλλοντική ζημία

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]