atteinte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- atteinte < atteindre
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
atteinte | atteintes |
atteinte (fr) θηλυκό
- η επίτευξη
- l'atteinte d'un objectif - η επίτευξη ενός στόχου/σκοπού
- η ζημία, η βλάβη, το πλήγμα
- atteinte à l'environnement - βλάβη στο περιβάλλον/περιβαλλοντική ζημία