authoritative
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | authoritative |
συγκριτικός | more authoritative |
υπερθετικός | most authoritative |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]authoritative (en)
- αυταρχικός, με ύφος που διατάζει
- ⮡ in an authoritative tone - με αυταρχικό τόνο
- αξιόπιστος, έγκυρος, που μπορώ να εμπιστευτώ ως αληθινό και σωστό
- ⮡ authoritative sources - αξιόπιστες πηγές
- ⮡ authoritative information - έγκυρες πληροφορίες
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dependable
Πηγές
[επεξεργασία]- authoritative - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 86, 143, 259. ISBN 9780194325684., λήμμα: αξιόπιστος, αυταρχικός, έγκυρος