Μετάβαση στο περιεχόμενο

authoritative

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός authoritative
συγκριτικός more authoritative
υπερθετικός most authoritative

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
authoritative < authority + -ative

Επίθετο

[επεξεργασία]

authoritative (en)

  1. αυταρχικός, με ύφος που διατάζει
      in an authoritative tone - με αυταρχικό τόνο
  2. αξιόπιστος, έγκυρος, που μπορώ να εμπιστευτώ ως αληθινό και σωστό
      authoritative sources - αξιόπιστες πηγές
      authoritative information - έγκυρες πληροφορίες
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη dependable