bezpiecznik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bezpiecznik | bezpieczniki |
γενική | bezpiecznika | bezpieczników |
δοτική | bezpiecznikowi | bezpiecznikom |
αιτιατική | bezpiecznik | bezpieczniki |
οργανική | bezpiecznikiem | bezpiecznikami |
τοπική | bezpieczniku | bezpiecznikach |
κλητική | bezpieczniku | bezpieczniki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
bezpiecznik < bezpieczny
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bezpiecznik (pl) αρσενικό
- η ασφάλεια (μηχανισμός ή εξάρτημα)