bilanx
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bilanx (la) θηλυκό (bĭlanx)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bilanx | bilancēs |
γενική | bilancis | bilancum |
δοτική | bilancī | bilancibus |
αιτιατική | bilancem | bilancēs |
κλητική | bilanx | bilancēs |
αφαιρετική | bilance | bilancibus |
Επίθετο[επεξεργασία]
bilanx (la)
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | bilanx | bilanx | bilanx | bilancēs | bilancēs | bilancia |
γενική | bilancis | bilancis | bilancis | bilancium | bilancium | bilancium |
δοτική | bilancī | bilancī | bilancī | bilancibus | bilancibus | bilancibus |
αιτιατική | bilancem | bilancem | bilanx | bilancēs | bilancēs | bilancia |
κλητική | bilanx | bilanx | bilanx | bilancēs | bilancēs | bilancia |
αφαιρετική | bilancī | bilancī | bilancī | bilancibus | bilancibus | bilancibus |
Πηγές[επεξεργασία]
- bilanx - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.