παλάντζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Παλάντζα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλάντζα οι παλάντζες
      γενική της παλάντζας των (παλαντζών)
    αιτιατική την παλάντζα τις παλάντζες
     κλητική παλάντζα παλάντζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παλάντζα (χωρίς το δίσκο) κρεμασμένη στον τοίχο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλάντζα < (άμεσο δάνειο) βενετική balanza με αποηχηροποίηση του [b] > [p]. Συγκρίνετε με το μπαλάντζα. [1] < μεσαιωνική λατινική balantia < λατινική bilanx < bi- +‎ lanx

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈlan.d͡za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λά‐ντζα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλάντζα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) είδος ζυγαριάς παλιού τύπου που αποτελείται από έναν κανόνα με κινητό αντίβαρο (βαρίδι) και ένα δίσκο
    η μπαλάντζα του πλανόδιου μανάβη
  2. (μεταφορικά) ο άνθρωπος που αλλάζει γνώμη εύκολα, ανάλογα με τις περιστάσεις και σύμφωνα με το συμφέρον του

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]