παλαντζάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαντζάρω < παλάντζα + -άρω < βενετική balanza < μεσαιωνική λατινική balantia < λατινική bilanx < bi- + lanx
Ρήμα[επεξεργασία]
παλαντζάρω
- (κυριολεκτικά) δεν έχω ισορροπία και γέρνω πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά
- (μεταφορικά) δεν έχω σταθερή γνώμη, υποστηρίζω πότε το ένα και πότε το άλλο ανάλογα με τις περιστάσεις και σύμφωνα με το συμφέρον μου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παλάντζα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαντζάρω
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)