brightly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | brightly |
συγκριτικός | more brightly |
υπερθετικός | most brightly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]brightly (en)
- λαμπερά, φωτεινά, με πολύ φως· με δυνατό φως
- ⮡ The stars shone brightly in the night sky.
- Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
- ⮡ The moon lit the night brightly.
- Το φεγγάρι φώτιζε φωτεινά τη νύχτα.
- ≈ συνώνυμα: brilliantly
- ⮡ The stars shone brightly in the night sky.
- λαμπερά, με χρώματα δυνατά και εύκολα ορατά
- ⮡ Her clothes were brightly colored with many colors.
- Τα ρούχα της ήταν λαμπερά και πολύχρωμα.
- ≈ συνώνυμα: brilliantly
- ⮡ Her clothes were brightly colored with many colors.
- λαμπερά, με χαρούμενο και ζωηρό τρόπο
- ⮡ Her face shone brightly with joy.
- Το πρόσωπό της έλαμπε λαμπερά από χαρά.
- ⮡ Her face shone brightly with joy.