Μετάβαση στο περιεχόμενο

cape

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cape capes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cape (en)

  1. (γεωγραφία) το ακρωτήριο
      We entered the bay sailing along the cape.
    Μπήκαμε στον κόλπο παραπλέοντας το ακρωτήριο.
     δείτε και τη λέξη point
  2. (ενδυμασία) η κάπα, ο μανδύας



      ενικός         πληθυντικός  
cape capes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

cape < λατινική cappa

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kap/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cape (fr) θηλυκό