cape
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cape | capes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cape (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cape | capes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cape (fr) θηλυκό