chambre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chambre | chambres |
chambre (fr) θηλυκό
- το δωμάτιο
- ο θάλαμος
- o οντάς
- το επιμελητήριο
- η κάμαρα, το υπνοδωμάτιο, η κρεβατοκάμαρα