clever
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | clever |
συγκριτικός | cleverer / more clever |
υπερθετικός | cleverest / most clever |
Επίθετο
[επεξεργασία]clever (en)
- έξυπνος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent