comicus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- comicus < αρχαία ελληνική κωμικός < κῶμος
Επίθετο
[επεξεργασία]comicus
Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | comicus | comica | comicum | comicī | comicae | comica |
γενική | comicī | comicae | comicī | comicōrum | comicārum | comicōrum |
δοτική | comicō | comicae | comicō | comicīs | comicīs | comicīs |
αιτιατική | comicum | comicam | comicum | comicōs | comicās | comica |
κλητική | comice | comica | comicum | comicī | comicae | comica |
αφαιρετική | comicō | comicā | comicō | comicīs | comicīs | comicīs |