confiant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | confiant | confiants |
θηλυκό | confiante | confiantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]confiant (fr)
- που εμπιστεύεται κάποιον
- αισιόδοξος, σίγουρος
- εύπιστος, ευκολόπιστος