confinement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
confinement (en)
- ο εγκλεισμός, η κράτηση
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
confinement | confinements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
confinement (fr) αρσενικό
- ο εγκλεισμός, η κράτηση
- (ειδικότερα) η απαγόρευση που γίνεται σε έναν ασθενή να βγει από το δωμάτιό του
- → δείτε τη λέξη quarantaine