εγκλεισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκλεισμός, λόγια λέξη < (ελληνιστική κοινή) ἐγκλεισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγκλεισμός αρσενικό
- η ενέργεια με την οποία κάποιος υποχρεώνεται να παραμείνει για κάποιο χρόνο περιορισμένος σε κλειστό χώρο (σωφρονιστικό ίδρυμα, φυλακή, ψυχιατρείο ή στο σπίτι του)· το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας
- με αφορμή τον εγκλεισμό δύο ανηλίκων σε σωφρονιστικό ίδρυμα για μικροαδικήματα κατατέθηκε ερώτηση στη Βουλή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκλεισμός