congested
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | congested |
συγκριτικός | more congested |
υπερθετικός | most congested |
congested (en)
- κατάμεστος, γεμάτο κυκλοφορία
- ↪ streets congested with young people - δρόμοι κατάμεστοι από νεαρούς
- (ιατρική) συναχωμένος, για ένα μέρος του σώματος που είναι φραγμένο με αίμα ή βλέννα
- ↪ I am congested and can’t breathe well.
- Είμαι συναχωμένος και δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά.
- ↪ I am congested and can’t breathe well.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
congested (en)