conscientiously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | conscientiously |
συγκριτικός | more conscientiously |
υπερθετικός | most conscientiously |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conscientiously < conscientious + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
conscientiously (en)
- με ευσυνειδησία, με προσεκτικό και σωστό τρόπο
- ↪ They worked very conscientiously.
- Δούλεψαν με μεγάλη ευσυνειδησία.
- ↪ They worked very conscientiously.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη conscience