conservatively

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός conservatively
συγκριτικός more conservatively
υπερθετικός most conservatively

Ετυμολογία [επεξεργασία]

conservatively < conservative + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

conservatively (en)

  • συντηρητικά, που αντίκειται στις αλλαγές, που υποστηρίζει το κατεστημένο
    She dresses very conservatively.
    Ντύνεται πολύ συντηρητικά.

Πηγές[επεξεργασία]