Μετάβαση στο περιεχόμενο

courageously

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός courageously
συγκριτικός more courageously
υπερθετικός most courageously

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
courageously < courageous + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

courageously (en)

  • θαρραλέα
      He courageously faces the danger/the difficulties of life.
    Αντιμετωπίζει θαρραλέα τον κίνδυνο/τις δυσκολίες της ζωής.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη bravely