bravely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | bravely |
συγκριτικός | more bravely |
υπερθετικός | most bravely |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
bravely (en)
- γενναία
- ↪ Our soldiers stood their ground bravely.
- Οι στρατιώτες μας αμύνθηκαν γενναία.
- ≈ συνώνυμα: courageously, fearlessly, gallantly και valiantly
- ↪ Our soldiers stood their ground bravely.