coureur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coureur | coureurs |
θηλυκό | coureuse | coureuses |
coureur (fr)
- ο δρομέας
- (μεταφορικά) ο γυναικάς
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coureur | coureurs |
θηλυκό | coureuse | coureuses |
coureur (fr)