creo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- creo < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (αυξάνω). Συγγενές με τα (λατινικά) cresco, Ceres, (αρχαία ελληνική) κόρη, κούρος και (παλαιά αρμενικά) սերիմ (serim, γεννιέμαι).
Ρήμα[επεξεργασία]
creo (la)