cute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | cute |
συγκριτικός | cuter |
υπερθετικός | cutest |
Επίθετο[επεξεργασία]
cute (en)
- γλυκός, χαριτωμένος και ελκυστικός
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) όμορφος, σεξουαλικά ελκυστικός
- ↪ the cute boys - οι όμορφα αγόρια
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) έξυπνος, μερικές φορές με ενοχλητικό τρόπο
- ↪ Don’t try being too cute!
- Μην παρακάνεις τον έξυπνο!
- ↪ Don’t try being too cute!