cute
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | cute |
| συγκριτικός | cuter |
| υπερθετικός | cutest |
Επίθετο
[επεξεργασία]cute (en)
- γλυκός, χαριτωμένος και ελκυστικός
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) όμορφος, σεξουαλικά ελκυστικός
the cute boys - οι όμορφα αγόρια
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) έξυπνος, μερικές φορές με ενοχλητικό τρόπο
Don’t try being too cute!
- Μην παρακάνεις τον έξυπνο!