décaper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
décaper < deschaper < dé- + cape

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.ka.pe/

décaper (fr)

  1. ξύνω μια μεταλλική επιφάνεια για να βγάλω τη σκουριά, τη μπογιά, το βερνίκι... που την καλύπτουν
  2. (μεταφορικά) ξεσκουριάζω κάτι
  3. (κατ’ επέκταση) λέγεται για οποιαδήποτε επιφάνεια θέλουμε να καθαρίσουμε

Συγγενικά

[επεξεργασία]