demanding

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός demanding
συγκριτικός more demanding
υπερθετικός most demanding

demanding (en)

  1. απαιτητικός, για δουλειά που θέλει πολλή ικανότητα, προσπάθεια κτλ.
    ⮡  a demanding job - απαιτητική δουλειά
  2. απαιτητικός, για άτομο που περιμένει πολλή δουλειά ή προσοχή από τους άλλους και δεν ικανοποιείται εύκολα
    ⮡  This customer is very demanding.
    Αυτός ο πελάτης είναι πολύ απαιτητικός.
    ⮡  She’s very demanding about her clothing.
    Είναι πολύ απαιτητική στο ντύσιμό της.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

demanding (en)