discerning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | discerning |
συγκριτικός | more discerning |
υπερθετικός | most discerning |
Επίθετο
[επεξεργασία]discerning (en)
- οξυδερκής, με αναλυτική ματιά, παρατηρητικός κριτής
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]discerning (en)