dotacja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dotacja | dotacje |
γενική | dotacji | dotacji(/dotacyj) |
δοτική | dotacji | dotacjom |
αιτιατική | dotację | dotacje |
οργανική | dotacją | dotacjami |
τοπική | dotacji | dotacjach |
κλητική | dotacjo | dotacje |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dotacja (pl) θηλυκό
- η δωρεά