downward
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | downward |
συγκριτικός | more downward |
υπερθετικός | most downward |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
downward (en)
- καθοδικός
- ↪ His performance on the exams show a downward trend.
- Η επίδοσή του στα διαγνωνίσματα παρουσιάζει καθοδική πορεία.
- ↪ His performance on the exams show a downward trend.