downward

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός downward
συγκριτικός more downward
υπερθετικός most downward

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
downward < down + -ward

Επίθετο

[επεξεργασία]

downward (en)

  • καθοδικός
    His performance on the exams show a downward trend.
    Η επίδοσή του στα διαγνωνίσματα παρουσιάζει καθοδική πορεία.

Συγγενικά

[επεξεργασία]