dressing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dressing (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dressing | dressings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dressing (fr) αρσενικό
- το δωμάτιο ή χώρος ενός σπιτιού με γκαρνταρόμπα ή αποθηκευτικό χώρο ρούχων (βρίσκεται συχνά δίπλα στην κρεββατοκάμαρα)