dérangement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dérangement < déranger
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dérangement | dérangements |
dérangement (fr) αρσενικό
- η αναστάτωση
- η ενόχληση
- excusez-moi pour le dérangement - συγνώμη για την ενόχληση
- η διακοπή, η βλάβη
- sa ligne téléphonique est en dérangement - το τηλέφωνό του έχει διακοπεί
- η παραφροσύνη
- dérangement d'esprit - πνευματική παραφροσύνη