Ασπρόρρευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ασπρόρρευμα | τα | Ασπρορρεύματα |
γενική | του | Ασπρορρεύματος | των | Ασπρορρευμάτων |
αιτιατική | το | Ασπρόρρευμα | τα | Ασπρορρεύματα |
κλητική | Ασπρόρρευμα | Ασπρορρεύματα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈspɾo.ɾev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σπρόρ‐ρευ‐μα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ασπρόρρευμα ουδέτερο
- οικισμός της Ευρυτανίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ασπρόρρευμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με πρόθημα ασπρό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ευρυτανίας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ευρυτανίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)