Βαμβακιές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βαμβακιές

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Βαμβακιές
      γενική των Βαμβακιών
    αιτιατική τις Βαμβακιές
     κλητική Βαμβακιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βαμβακιές < βαμβακιές < πληθυντικός αριθμός του βαμβακιά[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaɱ.vaˈces/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαμ‐βα‐κιές

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βαμβακιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]