Καστανιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καστανιώτισσα οι Καστανιώτισσες
      γενική της Καστανιώτισσας των Καστανιωτισσών
    αιτιατική την Καστανιώτισσα τις Καστανιώτισσες
     κλητική Καστανιώτισσα Καστανιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καστανιώτισσα < Καστανιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.staˈɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐στα‐νιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καστανιώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καστανιώτης
  2. χωριό της Εύβοιας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καστανιώτης