Πτελέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πτελέα | οι | Πτελέες |
γενική | της | Πτελέας | των | Πτελεών |
αιτιατική | την | Πτελέα | τις | Πτελέες |
κλητική | Πτελέα | Πτελέες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πτελέα < πτελέα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pteˈle.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πτε‐λέ‐α
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πτελέα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Πτελέα στη Βικιπαίδεια