δυσφήμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυσφήμιση | οι | δυσφημίσεις |
γενική | της | δυσφήμισης* | των | δυσφημίσεων |
αιτιατική | τη | δυσφήμιση | τις | δυσφημίσεις |
κλητική | δυσφήμιση | δυσφημίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσφημίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσφήμιση < δυσφημί((ζω) + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυσφήμιση θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- δυσφήμιση, δυσφήμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας