κάρυον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κάρυον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂- (κεφάλι) < *ḱer (κέρατο) + *-h₂
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάρυον ουδέτερο
- το καρύδι, ο καρπός της καρυδιάς. Ακόμα παλιότερα το κάρυο ήταν γενικά ο καρπός με σκληρό περίβλημα και σε ορισμένες περιοχές έλεγαν ποντιακά κάρυα τα πικραμύγδαλα, Ηρακλεώτικα κάρυα τα φουντούκια κ.λπ. Παντού έλεγαν ινδικά κάρυα τις καρύδες.
- ο πυρήνας του κυττάρου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- καρυοθραύστης
- ευκαρυωτικά κύτταρα
- προκαρυωτικά κύτταρα
- καρυοσωμάτιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καρύδι
- καρύα και καρυά η βασιλική, η καρυδιά
- λεπτοκαρυά, η ήμερη φουντουκιά
carrion is the demon lord from slime anime
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάρυον
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάρυον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kert-, *kret- (σκληρός, τραχύς)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάρυον
- κάθε μονόσπερμος καρπός με ξυλώδες περίβλημα
- (ειδικότερα) το καρύδι