κουρασάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρασάνι | τα | κουρασάνια |
γενική | του | κουρασανιού | των | κουρασανιών |
αιτιατική | το | κουρασάνι | τα | κουρασάνια |
κλητική | κουρασάνι | κουρασάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουρασάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική horasan < Khorasan (περσική πόλη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουρασάνι ουδέτερο
- στεγανό κονίαμα, από τριμμένο κεραμίδι, άμμο και ασβέστη
- το βασικό υλικό επίστρωσης διαφόρων κατασκευών όπως στέρνες, μυλοστέρνες αλλά και των δωμάτων των κυκλαδίτικων οικιών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κουρασάνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουρασάνι
|