κουρασάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρασάνι τα κουρασάνια
      γενική του κουρασανιού των κουρασανιών
    αιτιατική το κουρασάνι τα κουρασάνια
     κλητική κουρασάνι κουρασάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρασάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική horasan < Khorasan (περσική πόλη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουρασάνι ουδέτερο

  1. στεγανό κονίαμα, από τριμμένο κεραμίδι, άμμο και ασβέστη
  2. το βασικό υλικό επίστρωσης διαφόρων κατασκευών όπως στέρνες, μυλοστέρνες αλλά και των δωμάτων των κυκλαδίτικων οικιών

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]