οπερασιοναλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπερασιοναλισμός οι οπερασιοναλισμοί
      γενική του οπερασιοναλισμού των οπερασιοναλισμών
    αιτιατική τον οπερασιοναλισμό τους οπερασιοναλισμούς
     κλητική οπερασιοναλισμέ οπερασιοναλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπερασιοναλισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπερασιοναλισμός αρσενικό

  • θετικιστική φιλοσοφική θεωρία, η οποία δέχεται πως τα φυσικά μεγέθη έχουν πραγματική σημασία μόνο όταν μπορούν να αναχθούν σε κάποιο απόλυτο και μονοσήμαντα καθορισμένο σύστημα μέτρησης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]